ἄγευστος — not tasting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν … Dictionary of Greek
ἄγευστον — ἄγευστος not tasting masc/fem acc sg ἄγευστος not tasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστοις — ἄγευστος not tasting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστου — ἄγευστος not tasting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστους — ἄγευστος not tasting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστων — ἄγευστος not tasting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγευστα — ἄγευστος not tasting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγευστε — ἄγευστος not tasting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγευστοι — ἄγευστος not tasting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)